- δυσπρόσοδος
- δυσπρόσοδος, -ον (AM)δυσπρόσιτοςαρχ.1. αυτός που προσβάλλεται δύσκολα2. (για πρόσ.) απλησίαστος, ακοινώνητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσπρόσοδος — difficult of access masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπροσοδώτατον — δυσπρόσοδος difficult of access masc acc superl sg δυσπρόσοδος difficult of access neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπρόσοδον — δυσπρόσοδος difficult of access masc/fem acc sg δυσπρόσοδος difficult of access neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπροσόδοις — δυσπρόσοδος difficult of access masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπροσόδου — δυσπρόσοδος difficult of access masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπροσόδους — δυσπρόσοδος difficult of access masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπροσόδῳ — δυσπρόσοδος difficult of access masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπρόσοδα — δυσπρόσοδος difficult of access neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπρόσοδοι — δυσπρόσοδος difficult of access masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek